ἕστορα

ἕστορα
ἕστωρ
peg at the end of the pole
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζυγόδεσμο — το (Α ζυγόδεσμον) μακρύς σκύτινος ιμάντας με τον οποίο προσδένεται ο ζυγός πάνω στον ρυμό, στο τιμόνι, ζυγοδέτης, κν. ζυγολούρι αρχ. λέγεται για τον γόρδιο δεσμό («ἐξελόντι τοῡ ῥυμοῡ τὸν ἕστορα καλούμενον, ᾧ συνείχετο τὸ ζυγόδεσμον», Πλούτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • Εστερχάζι — (Esterhάzy). Επώνυμο μιας από τις αρχαιότερες οικογένειες της Ουγγαρίας, που υποστηρίζεται ότι καταγόταν από τον Παύλο Εστόρα, απόγονο του Αττίλα. Η οικογένεια Έ. διαιρέθηκε σε διάφορους κλάδους, τους Γκάλανθα, Φράκνο, Τσέσνεκ και Ζόλιομ. Οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”